Ο φανταστικός ιππότης Δον Κιχώτης

Ο φανταστικός ιππότης Δον Κιχώτης

*απόψε γράφω για να ξεφύγω

Νιώθω τόσο μικρή για να μιλήσω για το έργο του Θερβάντες όσο μικρό είναι ένα σημείο στις 1646 σελίδες του έργου του[1]. Μιλώ για το έργου του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα. Αυτό το αριστούργημα της ισπανικής λογοτεχνίας, το οποίο υπήρξε βιβλίο αναφοράς για σημαντικούς των γραμμάτων όπως ο Σαίξπηρ, ο Προυστ και ο Μπόρχες, δεν χωρά να σχολιαστεί (καθώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο από αυτό) σε ένα μόνο άρθρο.

Το ογκώδες αυτό κείμενο αναζήτησης χωρίζεται σε δύο τόμους: το πρώτο μέρος εκδόθηκε το 1605 και το δεύτερο δέκα χρόνια αργότερα, το 1615. Ο Θερβάντες ανήκει πλέον για μένα στους αγαπημένους, καθώς δεν μπορώ ούτε στο ελάχιστο να συλλάβω πώς με τα μέσα που διέθεται - λέγεται πως ήταν στην φυλακή όταν συνέλαβε την ιδέα ή όταν ξεκίνησε να το γράφει – δεν έχανε τον έλεγχο όχι μόνο του κειμένου αλλά και της ίδιας του της σκέψης.               

 Αν το δούμε περιληπτικά εώς   επιφανειακά θα λέγαμε πως ο Δον   Κιχώτε είναι ένας περιπλανώμενος ι   ιππότης, με το αληθινό όνομα Αλόνσο   Κιχάδα, ο οποίος προς αναζήτηση της   απαράμιλλου κάλλους δέσποινάς του,   της Ντουλτσινέας, ξεκινά χωρίς   εφόδια   για να την συναντήσει. Παρά   τω πλευρώ του βρίσκεται ο γείτονάς   του Σάντσο Πάνθα, για τον οποίο το   επίθετο ‘αφελής’ αρκεί μόνο για την   αρχή. Με ένα ξερακιανό άλογο ο   πρώτος και έναν γέρικο γαΪδαρο ο   δεύτερος περνάνε από χωριά της   Ισπανίας ψάχνοντας κάτι, που όπως   θα ανακαλύψει ο αναγνώστης στο   δεύτερο μέρος, δεν έχουν δει ούτε μια   φορά. Μα τι θα ήταν ένας ιππότης   χωρίς τον ασπιδούχο του; Ένας   ιππότης χωρίς τον ίππο του; Ένας   ασπιδούχος χωρίς την ανταμοιβή του;

Μα θα ήταν αμαρτία – αν είσαι πιστός στην όποια πίστη – να διαβάσεις επιφανειακά ένα τέτοιο κείμενο φαντασίας και πίστης.  Θα ήταν αδύνατον λόγω της φύσης της γλώσσας. [Άραγε πώς είναι στα ισπανικά η λέξη «μαλαγανιές» που συνάντησα.] Αν όντως αναγκαζόμουν να πω με δύο λόγια τι είναι όλο αυτό το χωρίς τέλος, μα ρέον, κείμενο είναι το εξής: είναι μια πορεία προς την ανεύρεση αυτού που η φαντασία σου γεννά και αρκεί η δική σου θέληση και πίστη ώστε να σου φανερωθεί. Οι ήρωες του βιβλίου είναι δύο. Δεν υπάρχει δίλημμα για εμένα αν ο πρωταγωνιστής είναι ο Δον Κιχώτης. Το έργο είναι γραμμένο εξίσου και πάνω στον Σάντσο. Δεν υπάρχουν αυτόφωτοι, είναι ο ένας για τον άλλον. Κι αν αναρωτιέστε ποιος είναι η φωνή της λογικής η απάντηση είναι ξεκάθαρη: κανείς τους. Όπως λέμε στα κυπριακά, ο πελλός θέλει τον αντίπελλό του. Το φανταστικό είναι ο οδηγός ενός ταξιδιού των δύο, το οποίο ξεκινά σε ένα μικρό χωριό της Ισπανίας και διαπερνα κάθε σκέψη μας με κάθε βήμα τους. Αν ο άλλος βλέπει ανεμόμυλους για γίγαντες και τα μάτια σου σε διαψεύδουν, μα συνεχίζετε να πορεύεστε αντάμα, τότε η διαφορά σας είναι αυτή που σας ενώνει.

Πρόκειται για ένα έργο πολυσυνθετικό: είναι πολιτικό, θρησκευτικό, φανταστικό, σίγουρα χιουμοριστικό, σε σημεία σαρκαστικό, μα κυρίως αποτελεί δείγμα φιλοσοφικό. Δεν μπορούσα διαβάζοντας να σταματήσω να σκέφτομαι την Οδύσσεια, την Ιθάκη του Καβάφη, την Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ, την Βίβλο, τον χρόνο που αναζητούσε ο Προυστ πίνοντας τσάι. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω το γέλιο μα και τον θαυμασμό μου σε σημεία που το κείμενο ήταν πραγματική αποκάλυψη. Τα τεχνάσματα του Θερβάντες δεν έχουν τέλος, ενώ οι σελίδες τελικά έφευγαν νερό. Ειδικά στον δεύτερο τόμο είναι εξαιρετικό με πόση χαλαρότητα αναφέρει την μεγάλη φήμη που απέκτησε ο Δον Κιχώτε και ο ασπιδούχος του λόγω των πρώτων ηρωικών εξόδων τους. Είναι επίσης εξαιρετική η αλλαγή της δυναμικής στη σχέση των δύο – ιππότη και ασπιδούχου. 
Στο πρώτο μέρος ο Σάντσο παραμένει πιστός ακόλουθος, υπομένει τα πάντα εις το όνομα του ιππότη που υπηρετεί και περιμένει να βρουν στην πορεία τους της Ντουλστινέα. Έχουμε δύο περιπλανόμενους καβαλάρηδες που τους αντιμετωπίζουν περιφρονητικά εώς και κοροϊδευτικά. Στο δεύτερο μέρος, ενώ ξεκινά με περιπλάνηση, καταλήγουν φιλοξενούμενοι στον πύργο ενός δούκα, όπου τα πράγματα φαινομενικά γίνονται πιο εύκολα.

 Κι αναρωτιέμαι, είναι οι γίγαντες   ανεμόμυλοι ή οι ανεμόμυλοι   φναντάζουν στα μάτια τους γίγαντες;   Αρκεί να τους βλέπει ο Δον Κιχώτης   για να είναι; Αρκεί να το επιβεβαιώνει   ο αφελέστερος όλων Σάντσο για να   μεταμορφωθούν; Είναι ο Σάντσο   αφελής ή ψάχνει κι αυτός τη δική του   διέξοδο; Υπάρχει φάρμακο που   ανασταίνει νεκρό, χωρίς να τον κάνει   να ξερνά; Μετά από πόσες   βουρδουλιές εμφανίζεται η   Ντουλτσινέα; Υπάρχει νησί που δεν   βρέχεται από θάλασσα; Όταν πέφτεις   σε πηγάδι πώς βλέπεις φως; Ένας τ   τρελός είναι απλώς παραπάνω   λογικός  από τους καταδεχτικούς;   Τελικά, υπήρχαν περιπλανώμενοι   ιππότες τα χρόνια εκείνα, και τους   φιλοξενούσαν σε κάστρα-πανδοχεία,   και έτρωγαν ψωμοτύρι που το’ βλεπαν για λουκούλλειο γεύμα, και κάλπαζαν σε άλογα λιπόσαρκα και γαϊδούρια που τα ‘βλεπαν για άλογα, και ενώ κινδύνεψαν και τραυματίστηκαν επέμειναν να εξορμούν, και να ταχθούν κυβερνήτες, και να δουν τα ανύπρκτα, και να πουν τα ανείπωτα με παροιμίες; Αρέσει σε έναν φαφλατά η ησυχία; Ένας φαντασιόπληκτος μπορεί να είναι θρήσκος; 

Παραθέτω από το δεύτερο μέρος, από το 18ο κεφάλαιο με τίτλο ‘Για τα όσα συνέβησαν στον δον Κιχότε στο κάστρο ή κατοικία του Ιππότη με την Πράσινη Κοντόκαπα, και άλλα παράδοξα περιστατικά ‘ : Στα λόγια του ιππότη «Εγώ θα σας πω τη γλώσσα μου, μα δεν περιμένω τίποτα από αυτήν (...) Ο Δον Κιχώτε υποστήριζε πως, κανένας δε θα έπρπε να καταπονείται γράφοντας έμμετρες γλώσσες, και πως η γλώσσα ουδέποτε μπορούσε να φτάσει το σχολιαζόμενο κείμενο, και ότι πολλές φορές, αν όχι όλες, απομακρυνόταν πολύ από την πρόθεση και τον στόχο του πρωτοτύπου. Επιπλέον, οι κανόνες της γλώσσας ήταν υπερβολικά σφιχτοί, αφού δεν επέτρεπαν ερωτήσεις είπαν, είπε και θα πω ή την τροπή ρημάτων σε ουσιαστικά ή μεταβολές του νοήματος μαζί με άλλους δεσμευτικούς και στενάχωρους όρους που δένουν χειροπόδαρα όσους συνθέτουν γλώσσες, όπως ασφαλώς θα γνωρίζετε.» Ελάχιστη γραφή στην όαση που μας δίνει ο Θερβάντες. Αυτό το κεφάλαιο έχει μαρκαριστεί άγρια, καθώς ακολουθεί το ποίημα που έγραψε ο ιππότης με την κοντή κάππα. Μπουμ.

Όταν διάβαζα το βιβλίο αυτό δεν ήθελα να τελειώσει κι αυτό πήγαινε κόντρα στην ταυτόχρονη επιθυμία μου να συνεχίσω να διαβάζω. Γελούσα με τα ίδια λόγια που μου γεννούσαν σκέψεις ίδια με τα κεφάλια της Μέδουσας. Ηχητικά θα το άκουγα άνετα μια φορά, ίσως και περισσότερες φορές καθώς θεωρώ πως σε κάθε ανάγνωση οι προσλαμβάνουσες διαφέρουν. Ο Δον Κιχώτε και ο Σάντστο ήταν για μένα αυτό που στη φαινομενολογία λέμε συνάντηση. Ένα κείμενο 1500+ σελίδων που το λες δείγμα γραφής, γιατί σηκώνει όχι απλώς ανάλυση μα και επιστροφή. Αν είσαι παιδί της φαντασίας, δηλαδή χτίζεις τις εικόνες σου στηριγμένο στο πραγματικό που έχεις ήδη δει και βιώσει, ο Δον Κιχώτε και ο Σάντσο είναι οι ήρωες που χρειαζόσουν μα δεν το ήξερες. Διατριβή πολυσέλιδη δε θα αρκούσε για να ξεδιπλώσω τις σκέψεις, οι οποίες πηγαινοέρχονται ανάλογα το ερέθισμα. Μα δε θέλω να γράψω άλλο. Φτάνει τόσο για σήμερα. 



[1] Διάλεξα τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.

Back to blog