Κάποιες μέρες είναι δύσκολες. Κάποιες μέρες είναι ασήκωτες, όπως το σώμα σου που ελκύεται από το στρώμα, που το έδιωχνε όλο το βράδυ. Ακόμα και τα βλέφαρά σου βαραίνουν, ενώ δεν έλεγαν να σφαλίσουν στο σκοτάδι.
Κάποιες μέρες είναι διαφορετικές. Επειδή θυμάσαι πως εσύ είσαι διαφορετικός. Και ξαφνικά αυτό σου αρέσει. Και ξαφνικά αυτό δεν είναι βάρος, αλλά ευλογία.
Κάποιες μέρες είναι καλύτερες. Είναι καλύτερες από τις δύσκολες πιο πάνω μέρες, αλλά όχι από τις διαφορετικές. Αυτές τις μέρες καταφέρνεις να επιστρέψεις σπίτι χωρίς να κλάψεις στη διαδρομή. Όμως ο κόμπος είναι εκεί. Και ο φόβος πως ίσως αύριο η μέρα θα' ναι αλλιώς καραδοκεί.
Μέρες τώρα σκέφτομαι ένα σωρό πράγματα που θέλω να γράψω σε αυτό εδώ το blog. Χωρίς να μαυρίσω τη ψυχή κανενός (ιδίως τη δική μου), χωρίς να είμαι αγνώμων για όσα συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες στη ζωή - ή καλύτερα σε όσα έκανα εγώ να συμβούν (ακούω τη φωνή του Λ. μέσα μου). Όμως κάπου στις 20.000 λέξεις έχουν δημιουργήσει ένα κουβάρι που δεν έχει άκρη. Έχω βάλει τη γάτα μου να παίξει μαζί του, αλλά με τόση ζέστη τα παρατά νωρίς αναζητώντας τη δροσιά και την ησυχία της.
Είναι αυτή άλλη μια υπαρξιακή κρίση ή μήπως είναι η επιρροή της Κυριακής. Ποτέ δε συμπαθούσε τις Κυριακές. Ούτε τότε που ήμουν φοιτήτρια. Ένιωθα πως όλοι βιάζονται να προλάβουν πριν τους προλάβει η Δευτέρα.
Μικρόκοσμος. Κανονικά αυτή η λέξη θα μου ήταν γνώριμη από το πρώτο έτος της Φιλοσοφικής. Ωστόσο, άργησα πολύ να καταλάβω τη σημασία της. Δεν έχει καμία σχέση με την στενομυαλιά μερικών ανθρώπων, όπως νόμιζα. Ούτε σχετίζεται με έναν άλλο κόσμο έξω από το δικό μας, τον οποίο δεν μπορούμε να δούμε. Μάλλον είναι ο δικός μας κόσμος που χτίζουμε ανακαλύπτοντας τον πραγματικό/βιωμένο κόσμο. Μάλλον είναι ο κόσμος που δημιουργούμε εξ ολοκλήρου από μας για εμάς. Ένας κόσμος μικρός που χωράει όσα γνωρίζουμε, χωρά όσους γνωρίζουμε, χωρά ακόμα και στους μικρούς κόσμους των άλλων. Τσου. Καμία φιλοσοφική ή όπως θέλετε πείτε την ανάλυση δε θέλω να κάνω. Ξαλαφρώνω από το βάρος των 20.000 λέξεων που ανέφερα πιο πάνω.
Μέσα στα πολλά βλέπεις τους ανθρώπους να ερωτεύονται, βλέπεις τους ανθρώπους να προσπαθούν να προχωρήσουν, βλέπεις ακόμη ανθρώπους που επιμένουν για ό,τι αυτοί θεωρούν σημαντικό. Υπάρχουν άνθρωποι που συναντάς καθημερινά και παλεύουν να παραμείνουν θετικοί, χωρίς να πιέζουν εσένα που ξύπνησες πάλι στραβά να κάνεις το ίδιο. Γνωρίζεις ανθρώπους και πιάνεις κουβέντα για θέματα ''σοβαρά'' και δε σε νοιάζει να φιλτράρεις, δε σε νοιάζει αν θα συμφωνήσουν, παρά μόνο να σε ακούσουν. Εσύ ακούς όταν σου μιλάνε; Συναντάς ανθρώπους γνωστούς και τους αποφεύγεις. Μιλάς με ειλικρίνεια και κρίνεσαι γι' αυτό. Αναζητάς απαντήσεις και τρως cancel από ανθρώπους που ήταν δίπλα σου. Κι υπάρχουν και αυτοί που δε σε ξέρουν πολύ και ανοίγετε συζητήσεις, και μιλάτε για όσα πονάνε ή απλώς το πάτε γύρω-γύρω και δεν κρύβεται κανένα συμφέρον σε όλο αυτό, και κυλάνε οι μέρες, και οι λέξεις όλο και πολλαπλασιάζονται στο κεφάλι σου. Αυτός ο μικρόκοσμος μοιάζει να μη χωρά ουτε καν εσένα που τον έπλασες απ' το μηδέν. Θες να φτιάξεις άλλον, όμως η ασφάλεια είναι υπεκφυγή. (έχει τώρα αυτό νόημα;)
Βγαίνεις απ' το κουτί σου. Δοκιμάζεις να κάνεις πράξη μερικές από τις ωραιοποιημένες ατάκες που αναμασάνε ανεκπαίδευτοι ''δάσκαλοι'' παντώς είδους, όχι γιατί σε έπεισαν, αλλά γιατί ξέρεις την πηγή τους (βλ. στωικισμούς και άσε τους κκόουτς). Προσπαθείς να κόψεις μια κλωστή απ' το κουβάρι, του οποίου ούτε η γάτα κατάφερε να βρει την άκρη. Ψαλίδια έχεις πολλά. Ανοίγεις δίοδο. Τώρα - λογικά μιλώντας - έχεις τέσσερις άκρες να πιαστείς. Πιάνεις μια και αναρριχάσαι, φτάνεις σε έδαφος ανώμαλο μα φοράς καινούρια παπούτσια (με τις οικονομίες σου τα πήρες). Πατάς και ξεκινάς να βηματίζεις. Κάνεις στάσεις πολλές, να ξαποστάσεις, λίγο να σκεφτείς ή να σκεφτείς ακόμα λίγο. Σε τραβάνε οι σκέψεις στον γκρεμό, μα κρατάς γερά την άκρη και φοβάσαι ας μη πέσεις. Παλιά κατηφόριζες βουνά και δεν έτρεμες τα ύψη. Τώρα οι εφιάλτες σου είναι γεμάτοι δόματα ψηλά, με σπειροειδείς σκάλες απ' τις οποίες λείπουν σκαλιά. Όλο κατεβαίνεις και φοβάσαι μην παραπατήσεις, μη και δε δεις το κενό. Mind the gap.
Κάποιες μέρες έχουν ανηφόρα. Αυτές οι μέρες στο τέλος τους είναι μάθημα. Μα έχεις κουραστεί να μαθαίνεις. Δε θες άλλες πληροφορίες, δε θες άλλες υποδείξεις, μήτε άλλα τσιτάτα που να σου λένε πως ''όλα καλά θα πάνε''.
Κάποιες μέρες είναι ευθείες καθαρές και 'συ κάθεσαι αντίκρυ στον ήλιο, χωρίς γυαλια προστασίας και επιδιώκεις να τον κοιτάξεις κατάματα. Ετούτες τις μέρες δε φοβάσαι ούτε τη σκια που σου χαρίζει το φως. Απλώς πρέπει να το πάρεις απόφαση πως πρέπει να περιμένεις κι ας έχεις κουραστεί. Να περιμένεις ζώντας μια στο μικρόκοσμό σου και μια σε ό,τι τον περιβάλλει.